- ξαδέρφι
- τοεξάδελφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξαδέλφι, υποκορ. τού αρχ. ἐξάδελφος, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαδέρφι — ξαδέρφι, το και ξάδερφος, ο θηλ. ξαδέρφη ο γιος ή η θυγατέρα του θείου ή της θείας μας: Όπου έχει δώδεκα αδερφούς και τριάντα δυο ξαδέρφια (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)ξάδερφος — (ε)ξάδερφος, ο (ε)ξάδερφος, ο και αξάδερφος, ο θηλ. (ε)ξαδέρφη και αξαδέρφη και ισσα συγγενική σχέση μεταξύ των παιδιών των αδερφών (πρώτοι εξάδερφοι) ή των παιδιών των εξαδέρφων (δεύτεροι εξάδερφοι) ή των παιδιών των δεύτερων εξαδέρφων (τρίτοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)